- ύπαστρος
- -ον, Α1. αυτός που οδηγείται από τα άστρα2. αυτός που επηρεάζεται από τα άστρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -αστρος (< ἄστρον), πρβλ. έν-αστρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὕπαστρον — ὕπαστρος under the stars masc/fem acc sg ὕπαστρος under the stars neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… … Dictionary of Greek
υπ(ο)- — και υφ / ὑπ(ο) και ὑφ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση υπό* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: 1) κάτω από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. ύπαιθρος, υποβρύχιος, υπογράφω,… … Dictionary of Greek